ισλαμοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ισλαμοφάγος
- που μισεί το Ισλάμ και τους ισλαμιστές και θέλει να τους κάνει κακό
- ※ Ο λευκός, ρατσιστής, ισλαμοφάγος μακελάρης της τρομοκρατικής επίθεσης στη Νέα Ζηλανδία την περασμένη Παρασκευή, προσπάθησε να «δικαιολογήσει» την επίθεσή του ως μια πράξη υπεράσπισης των γηγενών λευκών κατοίκων της χώρας, οι οποίοι τάχα απειλούνται από τους μουσουλμάνους εισβολείς. (*)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισλαμοφάγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φάγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)