ισλανδικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ισλανδικά | ||
γενική | των | ισλανδικών | ||
αιτιατική | τα | ισλανδικά | ||
κλητική | ισλανδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισλανδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ισλανδικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισλανδικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ισλανδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ισλανδικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)