ισοκυανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοκυανικός η ισοκυανική το ισοκυανικό
      γενική του ισοκυανικού της ισοκυανικής του ισοκυανικού
    αιτιατική τον ισοκυανικό την ισοκυανική το ισοκυανικό
     κλητική ισοκυανικέ ισοκυανική ισοκυανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοκυανικοί οι ισοκυανικές τα ισοκυανικά
      γενική των ισοκυανικών των ισοκυανικών των ισοκυανικών
    αιτιατική τους ισοκυανικούς τις ισοκυανικές τα ισοκυανικά
     κλητική ισοκυανικοί ισοκυανικές ισοκυανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισοκυανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: isocyanic < αρχαία ελληνική ἴσος + κυανοῦς

Επίθετο[επεξεργασία]

ισοκυανικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]