ισοκυανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοκυανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: isocyanic < αρχαία ελληνική ἴσος + κυανοῦς
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοκυανικός
- (χημεία) που έχει σχέση με το ισοκυανικό οξύ (Η-Ν=C=O) ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ισοκυανικός σκληρυντής