ισομήκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἰσομήκης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ισομήκης το ισόμηκες
      γενική του/της ισομήκους* του ισομήκους
    αιτιατική τον/την ισομήκη το ισόμηκες
     κλητική ισομήκη ισόμηκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισομήκεις τα ισομήκη
      γενική των ισομήκων των ισομήκων
    αιτιατική τους/τις ισομήκεις τα ισομήκη
     κλητική ισομήκεις ισομήκη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισομήκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσομήκης. Μορφολογικά αναλύεται σε ισο- + -μήκης.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.soˈmi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐μή‐κης
ομόηχο: ισομήκεις

Επίθετο[επεξεργασία]

ισομήκης, -ης, ισόμηκες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ισομήκηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)