ισομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἰσομετρία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισομετρία οι ισομετρίες
      γενική της ισομετρίας των ισομετριών
    αιτιατική την ισομετρία τις ισομετρίες
     κλητική ισομετρία ισομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισομετρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσομετρία[1] < ἰσόμετρ(ος) + -ία < ἴσος + μέτρον. Συγχρονικά αναλύεται σε ισο- + -μετρία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.so.meˈtɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐με‐τρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισομετρία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ισόμετρου, το να είναι κάποιος ή κάτι ισόμετρο(ς)
     αντώνυμα: ανισομετρία
  2. (ειδικότερα) αλλαγή των διαστάσεων ενός δισδιάστατου ή τρισδιάστατου γεωμετρικού σχήματος ή στερεού, με διατήρηση των αναλογιών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Isometry στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «ισόμετρος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)