ισοπεδωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοπεδωτικός < ισοπεδώνω
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοπεδωτικός -ή -ό
- που ισοπεδώνει, που καταργεί κάθε διαβάθμιση ή διαφορά
- που εξουθενώνει έναν αντίπαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοπεδωτικός
|