ισοπεδώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.so.peˈðo.no.me/
Ρήμα
[επεξεργασία]ισοπεδώνομαι, π.αόρ.: ισοπεδώθηκα, μτχ.π.π.: ισοπεδωμένος, (ενεργ.: ισοπεδώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος ισοπεδώνω