ισοπληθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισοπληθής | η | ισοπληθής | το | ισοπληθές |
γενική | του | ισοπληθούς* | της | ισοπληθούς | του | ισοπληθούς |
αιτιατική | τον | ισοπληθή | την | ισοπληθή | το | ισοπληθές |
κλητική | ισοπληθή(ς) | ισοπληθής | ισοπληθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισοπληθείς | οι | ισοπληθείς | τα | ισοπληθή |
γενική | των | ισοπληθών | των | ισοπληθών | των | ισοπληθών |
αιτιατική | τους | ισοπληθείς | τις | ισοπληθείς | τα | ισοπληθή |
κλητική | ισοπληθείς | ισοπληθείς | ισοπληθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοπληθής < αρχαία ελληνική ἰσοπληθής
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοπληθής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοπληθής
|