ισοσταθμιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισοσταθμιστής < ισοσταθμίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική equalizer)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισοσταθμιστής αρσενικό
- αυτός που ισοσταθμίζει
- (ειδικότερα) πρόγραμμα διαχείρισης, επαναρρύθμισης (σε σχέση με το αρχικό σήμα) και τροποποίησης σχετικών εντάσεων ανά συχνοτική μπάντα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)