ισοστασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοστασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: isostasy < ελληνιστική κοινή ἰσοστάσιος < αρχαία ελληνική ἴσος + ἵστημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοστασία θηλυκό
- (γεωλογία) η κατάσταση ισορροπίας δύο ή περισσότερων γειτονικών τμημάτων του γήινου φλοιού, που ισορροπούν επιπλέοντας πάνω σε μαγματικό στρώμα που βρίσκεται από κάτω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)