ισοστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: isostatic < αρχαία ελληνική ἴσος + ἵστημι
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοστατικός
- που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας μεταξύ δυνάμεων που του ασκούνται από διάφορες πλευρές