ισοφασικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοφασικός
- που έχει ίση διάρκεια στις δύο ή περισσότερες φάσεις του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοφασικός
|