ισοψηφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ισοψηφώ
- συγκεντρώνω τον ίδιο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλον
- οι δύο υποψήφιοι ισοφήφισαν με 42 ψήφους ο καθένας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισοψηφώ | ισοψηφούσα | θα ισοψηφώ | να ισοψηφώ | ισοψηφώντας | |
β' ενικ. | ισοψηφείς | ισοψηφούσες | θα ισοψηφείς | να ισοψηφείς | (ισοψήφει) | |
γ' ενικ. | ισοψηφεί | ισοψηφούσε | θα ισοψηφεί | να ισοψηφεί | ||
α' πληθ. | ισοψηφούμε | ισοψηφούσαμε | θα ισοψηφούμε | να ισοψηφούμε | ||
β' πληθ. | ισοψηφείτε | ισοψηφούσατε | θα ισοψηφείτε | να ισοψηφείτε | ισοψηφείτε | |
γ' πληθ. | ισοψηφούν(ε) | ισοψηφούσαν(ε) | θα ισοψηφούν(ε) | να ισοψηφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισοψήφησα | θα ισοψηφήσω | να ισοψηφήσω | ισοψηφήσει | ||
β' ενικ. | ισοψήφησες | θα ισοψηφήσεις | να ισοψηφήσεις | ισοψήφησε | ||
γ' ενικ. | ισοψήφησε | θα ισοψηφήσει | να ισοψηφήσει | |||
α' πληθ. | ισοψηφήσαμε | θα ισοψηφήσουμε | να ισοψηφήσουμε | |||
β' πληθ. | ισοψηφήσατε | θα ισοψηφήσετε | να ισοψηφήσετε | ισοψηφήστε | ||
γ' πληθ. | ισοψήφησαν ισοψηφήσαν(ε) |
θα ισοψηφήσουν(ε) | να ισοψηφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισοψηφήσει | είχα ισοψηφήσει | θα έχω ισοψηφήσει | να έχω ισοψηφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ισοψηφήσει | είχες ισοψηφήσει | θα έχεις ισοψηφήσει | να έχεις ισοψηφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ισοψηφήσει | είχε ισοψηφήσει | θα έχει ισοψηφήσει | να έχει ισοψηφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισοψηφήσει | είχαμε ισοψηφήσει | θα έχουμε ισοψηφήσει | να έχουμε ισοψηφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ισοψηφήσει | είχατε ισοψηφήσει | θα έχετε ισοψηφήσει | να έχετε ισοψηφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισοψηφήσει | είχαν ισοψηφήσει | θα έχουν ισοψηφήσει | να έχουν ισοψηφήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοψηφώ
|