ισπανικός κηρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ισπανικός κηρός αρσενικό
- (λόγιο) (παρωχημένο) το βουλοκέρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισπανικός κηρός
|