ισπανοεβραϊκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισπανοεβραϊκά < ισπανοεβραϊκός.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισπανοεβραϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- Δείτε εβραιο-ισπανικά (πρόκειται για ισπανικά Εβραίων και όχι για εβραϊκά Ισπανών).