ιστίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιστίο τα ιστία
      γενική του ιστίου των ιστίων
    αιτιατική το ιστίο τα ιστία
     κλητική ιστίο ιστία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιστίο < αρχαία ελληνική ἱστίον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιστίο ουδέτερο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]