ιστεντίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καππαδοκικά (cpg)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιστεντίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική استمك (τουρκική istemek) < πρωτοτουρκική ς προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
ιστεντίζω
Πηγές[επεξεργασία]
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 10.
- istemek - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν