ιστιοδρομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιστιοδρομικός η ιστιοδρομική το ιστιοδρομικό
      γενική του ιστιοδρομικού της ιστιοδρομικής του ιστιοδρομικού
    αιτιατική τον ιστιοδρομικό την ιστιοδρομική το ιστιοδρομικό
     κλητική ιστιοδρομικέ ιστιοδρομική ιστιοδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιστιοδρομικοί οι ιστιοδρομικές τα ιστιοδρομικά
      γενική των ιστιοδρομικών των ιστιοδρομικών των ιστιοδρομικών
    αιτιατική τους ιστιοδρομικούς τις ιστιοδρομικές τα ιστιοδρομικά
     κλητική ιστιοδρομικοί ιστιοδρομικές ιστιοδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιστιοδρομικός < ιστιοδρομ(ία) / ιστιοδρόμ(ος) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.sti.o.ðɾo.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐στι‐ο‐δρο‐μι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ιστιοδρομικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]