Μετάβαση στο περιεχόμενο

ιστογένεση

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: οστεογένεση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστογένεση οι ιστογενέσεις
      γενική της ιστογένεσης* των ιστογενέσεων
    αιτιατική την ιστογένεση τις ιστογενέσεις
     κλητική ιστογένεση ιστογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιστογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιστογένεση < (ιστός) ιστο- + -γένεση, λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσικοί όροι όπως αγγλική histogenesis < αρχαία ελληνική ἱστός + γένεσις

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.stoˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιστογένεση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιστογένεση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]