ιστολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιστολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική histologie[1] < αρχαία ελληνική ἱστός (< ἵστημι) + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστολογία θηλυκό
- (ιατρική, βιολογία) κλάδος που μελετά τη λειτουργία των φυτικών και ζωικών ιστών και γενικότερα η μελέτη της λεπτής υφής των ιστολογικών οργάνων των διαφόρων οργανισμών
[επεξεργασία]
- ιστολογικός
- ιστολογικώς
- → δείτε τις λέξεις ιστολόγιο, ιστός και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστολογία
[επεξεργασία]
- ↑ ιστολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)