ιστολογιόσφαιρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιστολογιόσφαιρα < απόδοση της αγγλικής blogosphere < ιστολόγιο + σφαίρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιστολογιόσφαιρα θηλυκό
- (πληροφορική) ένα σύνολο από ιστολόγια
- (κατ’ επέκταση) το γενικότερο σύνολο όλων των ιστολογίων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιστολογιόσφαιρα