ιστολυσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστολυσία οι ιστολυσίες
      γενική της ιστολυσίας των ιστολυσιών
    αιτιατική την ιστολυσία τις ιστολυσίες
     κλητική ιστολυσία ιστολυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιστολυσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική histolysie < ιστο-, αρχαία ελληνική ἱστός (< ἵστημι) + λύσ(ις) (< λύω) + -ία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.sto.liˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐στο‐λυ‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιστολυσία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]