ιστολυσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιστολυσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική histolysie < ιστο-, αρχαία ελληνική ἱστός (< ἵστημι) + λύσ(ις) (< λύω) + -ία[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.sto.liˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στο‐λυ‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστολυσία θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) η διάλυση, αποσύνθεση ή καταστροφή οργανικών ιστών
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ιστόλυση
- ιστολυτικός
- → και δείτε τις λέξεις ιστός και λύνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστολυσία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ιστολυσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιστο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)