ιστολυτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιστολυτικός η ιστολυτική το ιστολυτικό
      γενική του ιστολυτικού της ιστολυτικής του ιστολυτικού
    αιτιατική τον ιστολυτικό την ιστολυτική το ιστολυτικό
     κλητική ιστολυτικέ ιστολυτική ιστολυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιστολυτικοί οι ιστολυτικές τα ιστολυτικά
      γενική των ιστολυτικών των ιστολυτικών των ιστολυτικών
    αιτιατική τους ιστολυτικούς τις ιστολυτικές τα ιστολυτικά
     κλητική ιστολυτικοί ιστολυτικές ιστολυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιστολυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: histolytique < histolysie < αρχαία ελληνική ἱστός (< ἵστημι) + λύσις (< λύω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ιστολυτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]