ιστολυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιστολυτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: histolytique < histolysie < αρχαία ελληνική ἱστός (< ἵστημι) + λύσις (< λύω)
Επίθετο[επεξεργασία]
ιστολυτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστολυτικός