ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία | ||
| γενική | της | ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας | ||
| αιτιατική | την | ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία | ||
| κλητική | ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία → δείτε τις λέξεις ιστορικοσυγκριτικός και γλωσσολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η σύνδεση της ιστορικής και της συγκριτικής γλωσσολογίας σε ένα νέο πεδίο μελέτης (Χρειάζεται επεξήγηση και παράθεμα από εγχειρίδιο του 1ου έτους όπως διδάσκεται)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία
|
|
