ιστορώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιστορώ < αρχαία ελληνική ἱστορέω / ἱστορῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]ιστορώ
- αφηγούμαι, εξιστορώ
- ※ Να σου στορήσω τι έκανε ο καπετάνιος χρόνια πριν στον Όλυμπο; Ασλάνι ήταν, πρώτος μες στους άλλους τους παλικαράδες! Κάτι φουστανελάδες θεόρατοι, εκεί να δεις ζορμπαλίκι!» «Πάψε, αχμάκη!» είπε κοφτά ο καπετάνιος , «κρύβε λόγια, δεν είμαστε μοναχοί μας!» «Άσε με, καπετάνιο, τι θαρρείς, μυστικό είναι; Κοίτα γύρω σου, ζεβζέκηδες είναι οι πιο πολλοί, δε νιώθουν, άσε να πω» (Ισίδωρος Ζουργός, Η αηδονόπιτα, εκδ. Πατάκης, 2008)
- (θρησκεία) εικονογραφώ έναν ναό ή ένα χειρόγραφο με παραστάσεις εμπνευσμένες από την Αγία Γραφή ή την εκκλησιαστική παράδοση
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιστορώ | ιστορούσα | θα ιστορώ | να ιστορώ | ιστορώντας | |
| β' ενικ. | ιστορείς | ιστορούσες | θα ιστορείς | να ιστορείς | (ιστόρει) | |
| γ' ενικ. | ιστορεί | ιστορούσε | θα ιστορεί | να ιστορεί | ||
| α' πληθ. | ιστορούμε | ιστορούσαμε | θα ιστορούμε | να ιστορούμε | ||
| β' πληθ. | ιστορείτε | ιστορούσατε | θα ιστορείτε | να ιστορείτε | ιστορείτε | |
| γ' πληθ. | ιστορούν(ε) | ιστορούσαν(ε) | θα ιστορούν(ε) | να ιστορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιστόρησα | θα ιστορήσω | να ιστορήσω | ιστορήσει | ||
| β' ενικ. | ιστόρησες | θα ιστορήσεις | να ιστορήσεις | ιστόρησε | ||
| γ' ενικ. | ιστόρησε | θα ιστορήσει | να ιστορήσει | |||
| α' πληθ. | ιστορήσαμε | θα ιστορήσουμε | να ιστορήσουμε | |||
| β' πληθ. | ιστορήσατε | θα ιστορήσετε | να ιστορήσετε | ιστορήστε | ||
| γ' πληθ. | ιστόρησαν ιστορήσαν(ε) |
θα ιστορήσουν(ε) | να ιστορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ιστορήσει | είχα ιστορήσει | θα έχω ιστορήσει | να έχω ιστορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ιστορήσει | είχες ιστορήσει | θα έχεις ιστορήσει | να έχεις ιστορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ιστορήσει | είχε ιστορήσει | θα έχει ιστορήσει | να έχει ιστορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιστορήσει | είχαμε ιστορήσει | θα έχουμε ιστορήσει | να έχουμε ιστορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ιστορήσει | είχατε ιστορήσει | θα έχετε ιστορήσει | να έχετε ιστορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιστορήσει | είχαν ιστορήσει | θα έχουν ιστορήσει | να έχουν ιστορήσει |
| |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εικονογραφώ
|