Μετάβαση στο περιεχόμενο

ιστορώ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιστορώ < αρχαία ελληνική ἱστορέω / ἱστορῶ

ιστορώ

  1. αφηγούμαι, εξιστορώ
      Να σου στορήσω τι έκανε ο καπετάνιος χρόνια πριν στον Όλυμπο; Ασλάνι ήταν, πρώτος μες στους άλλους τους παλικαράδες! Κάτι φουστανελάδες θεόρατοι, εκεί να δεις ζορμπαλίκι!» «Πάψε, αχμάκη!» είπε κοφτά ο καπετάνιος , «κρύβε λόγια, δεν είμαστε μοναχοί μας!» «Άσε με, καπετάνιο, τι θαρρείς, μυστικό είναι; Κοίτα γύρω σου, ζεβζέκηδες είναι οι πιο πολλοί, δε νιώθουν, άσε να πω» (Ισίδωρος Ζουργός, Η αηδονόπιτα, εκδ. Πατάκης, 2008)
  2. (θρησκεία) εικονογραφώ έναν ναό ή ένα χειρόγραφο με παραστάσεις εμπνευσμένες από την Αγία Γραφή ή την εκκλησιαστική παράδοση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]