ιστορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιστορώ < αρχαία ελληνική ἱστορέω / ἱστορῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ιστορώ

  1. αφηγούμαι, εξιστορώ
  2. (θρησκεία) εικονογραφώ έναν ναό ή ένα χειρόγραφο με παραστάσεις εμπνευσμένες από την Αγία Γραφή ή την εκκλησιαστική παράδοση

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]