ιστόγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστόγραμμα ουδέτερο
- (στατιστική) γραφική αναπαράσταση διασποράς-κατανομής αριθμητικών δεδομένων
- γραφική παράσταση του περιεχομένου ενός ιστοχώρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενός φαινονμένου