ιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιστός | οι | ιστοί |
γενική | του | ιστού | των | ιστών |
αιτιατική | τον | ιστό | τους | ιστούς |
κλητική | ιστέ | ιστοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιστός < αρχαία ελληνική ἱστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστός αρσενικό
- (ανατομία) σύνολο όμοιων κυττάρων που έχουν όλα την ίδια λειτουργία
- (ναυτικός όρος) το κατάρτι
- ιστός της αράχνης: λεπτό μεταξένιο δίχτυ που πλέκεται από αράχνη και μέσα του παγιδεύονται έντομα
- (διαδίκτυο) όλες οι διασυνδέσεις μεταξύ των κόμβων (nodes) του διαδικτύου (internet)