ισχάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισχάζω < αρχαία ελληνική ἴσχω < ἔχω
Ρήμα[επεξεργασία]
ισχάζω
- (ναυτικός όρος) ποντίζω τη μεγάλη άγκυρα με τη βοήθεια της ισχάδας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ισχάδα
- ισχαδόδεσμος
- ίσχαση
- → δείτε τη λέξη έχω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισχάζω | ίσχαζα | θα ισχάζω | να ισχάζω | ισχάζοντας | |
β' ενικ. | ισχάζεις | ίσχαζες | θα ισχάζεις | να ισχάζεις | ίσχαζε | |
γ' ενικ. | ισχάζει | ίσχαζε | θα ισχάζει | να ισχάζει | ||
α' πληθ. | ισχάζουμε | ισχάζαμε | θα ισχάζουμε | να ισχάζουμε | ||
β' πληθ. | ισχάζετε | ισχάζατε | θα ισχάζετε | να ισχάζετε | ισχάζετε | |
γ' πληθ. | ισχάζουν(ε) | ίσχαζαν ισχάζαν(ε) |
θα ισχάζουν(ε) | να ισχάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ίσχασα | θα ισχάσω | να ισχάσω | ισχάσει | ||
β' ενικ. | ίσχασες | θα ισχάσεις | να ισχάσεις | ίσχασε | ||
γ' ενικ. | ίσχασε | θα ισχάσει | να ισχάσει | |||
α' πληθ. | ισχάσαμε | θα ισχάσουμε | να ισχάσουμε | |||
β' πληθ. | ισχάσατε | θα ισχάσετε | να ισχάσετε | ισχάστε | ||
γ' πληθ. | ίσχασαν ισχάσαν(ε) |
θα ισχάσουν(ε) | να ισχάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισχάσει | είχα ισχάσει | θα έχω ισχάσει | να έχω ισχάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ισχάσει | είχες ισχάσει | θα έχεις ισχάσει | να έχεις ισχάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ισχάσει | είχε ισχάσει | θα έχει ισχάσει | να έχει ισχάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισχάσει | είχαμε ισχάσει | θα έχουμε ισχάσει | να έχουμε ισχάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ισχάσει | είχατε ισχάσει | θα έχετε ισχάσει | να έχετε ισχάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισχάσει | είχαν ισχάσει | θα έχουν ισχάσει | να έχουν ισχάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισχάζω
|