ισχαδόδεσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /is.xaˈðo.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σχα‐δό‐δε‐σμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισχαδόδεσμος αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το δέσιμο με το οποίο δένεται η ισχάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισχαδόδεσμος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)