ισχναίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἰσχναίνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισχναίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχναίνω < ἰσχνός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈsxne.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σχναί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

ισχναίνω, πρτ.: ίσχναινα, αόρ.: (ίσχνανα), παθ.φωνή: ισχναίνομαι, συνήθως στο ενεστωτικό θέμα

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι (πιο) ισχνό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι (πιο) ισχνός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]