ισχναντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισχναντικός η ισχναντική το ισχναντικό
      γενική του ισχναντικού της ισχναντικής του ισχναντικού
    αιτιατική τον ισχναντικό την ισχναντική το ισχναντικό
     κλητική ισχναντικέ ισχναντική ισχναντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισχναντικοί οι ισχναντικές τα ισχναντικά
      γενική των ισχναντικών των ισχναντικών των ισχναντικών
    αιτιατική τους ισχναντικούς τις ισχναντικές τα ισχναντικά
     κλητική ισχναντικοί ισχναντικές ισχναντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισχναντικός < αρχαία ελληνική ἰσχναντικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ισχναντικός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]