ισχύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισχύω < αρχαία ελληνική ἰσχύω

Ρήμα[επεξεργασία]

ισχύω (αδόκιμο για έμψυχα)

  1. έχω ισχύ, παρέχω τη δυνατότητα, έχω κύρος, είμαι έγκυρος
    ισχύει η συμφωνία, η συνθήκη, το εισιτήριο, ο νόμος
  2. αληθεύω
    Αυτά που λες δεν ισχύουν, σου είπε ψέματα ο προϊστάμενος

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]