ισόβια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισόβια < συντόμευση του ισόβια δεσμά ή του ισόβια κάθειρξη
Επίρρημα[επεξεργασία]
ισόβια
- ισοβίως, για μια ζωή
- (συνεκδοχικά) για πάντα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισόβια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η ισόβια κάθειρξη
- καταδικάστηκε τετράκις ισόβια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοβίως, για μια ζωή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ισόβια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ισόβιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ισόβιος