ισόθερμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισόθερμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: isotherme < αρχαία ελληνική ἴσος + θερμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈsoθεɾmos/
- συλλαβισμός : ι‐σό‐θερ‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
ισόθερμος, -η, -ο
- που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον ή κάτι άλλο (παρά τις θερμοκρασιακές μεταβολές του περιβάλλοντος)
- που διατηρεί σταθερή θερμοκρασία (παρά τις θερμοκρασιακές μεταβολές του περιβάλλοντος)
[επεξεργασία]
- ισοθερμία
- ισοθερμικός
- → δείτε τις λέξεις ίσος και θερμός