ισόποσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισόποσος | η | ισόποση | το | ισόποσο |
γενική | του | ισόποσου | της | ισόποσης | του | ισόποσου |
αιτιατική | τον | ισόποσο | την | ισόποση | το | ισόποσο |
κλητική | ισόποσε | ισόποση | ισόποσο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισόποσοι | οι | ισόποσες | τα | ισόποσα |
γενική | των | ισόποσων | των | ισόποσων | των | ισόποσων |
αιτιατική | τους | ισόποσους | τις | ισόποσες | τα | ισόποσα |
κλητική | ισόποσοι | ισόποσες | ισόποσα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισόποσος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ισόποσος < ίσ(ος) + -ό- + ποσ(όν) + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
ισόποσος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισόποσος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)