ισότονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισότονος < μεταγενέστερη σύνθετη ίσος + τόνος
- ισότονος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική isotone (→ δείτε τις λέξεις isotope και neutron)
Επίθετο[επεξεργασία]
ισότονος
- που έχει ίδια ένταση με άλλον
- (χημεία) που αφορά διαλύματα με την ίδια τιμή ωσμωτικής πίεσης
- (φυσική) που αφορά χημικό στοιχείο με ίσο αριθμό νετρονίων (Ν) αλλά διαφορετικό αριθμό πρωτονίων (Ζ)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισότονος
|