ιτιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιτιά | οι | ιτιές |
γενική | της | ιτιάς | των | ιτιών |
αιτιατική | την | ιτιά | τις | ιτιές |
κλητική | ιτιά | ιτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιτιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *ἰτιά στον τύπο ἐτιά (ετιά) < ἐτέα[1] ήδη με συνίζηση για την αποφυγή χασμωδίας < αρχαία ελληνική ἰτέα [2] [3]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐τιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιτιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο του γένους Salix με μακρόστενα φύλλα που φυτρώνει κυρίως κοντά σε ποτάμια ή λίμνες
- άλλες μορφές: ετιά (λογοτεχνικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ιτιά (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ιτιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιτιά
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ἐτέα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ιτιά, ετιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)