ιχθυάλευρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιχθυάλευρο < ιχθυ- + άλευρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιχθυάλευρο ουδέτερο

  • η ουσία που μοιάζει με το αλεύρι και παρασκευάζεται από υπολείμματα ψαριών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]