ιχθυογεννητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιχθυογεννητικός η ιχθυογεννητική το ιχθυογεννητικό
      γενική του ιχθυογεννητικού της ιχθυογεννητικής του ιχθυογεννητικού
    αιτιατική τον ιχθυογεννητικό την ιχθυογεννητική το ιχθυογεννητικό
     κλητική ιχθυογεννητικέ ιχθυογεννητική ιχθυογεννητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχθυογεννητικοί οι ιχθυογεννητικές τα ιχθυογεννητικά
      γενική των ιχθυογεννητικών των ιχθυογεννητικών των ιχθυογεννητικών
    αιτιατική τους ιχθυογεννητικούς τις ιχθυογεννητικές τα ιχθυογεννητικά
     κλητική ιχθυογεννητικοί ιχθυογεννητικές ιχθυογεννητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιχθυογεννητικός < ιχθυο- + γεννητικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ιχθυογεννητικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]