ιχθύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιχθύς | οι | ιχθύες |
γενική | του | ιχθύος | των | ιχθύων |
αιτιατική | τον | ιχθύ | τους | ιχθύς |
κλητική | ιχθύ | ιχθύες | ||
Δείτε και τον πληθυντικό Ιχθείς. | ||||
Κατηγορία όπως «ιχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιχθύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰχθύς [1][2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰǵʰu- (ἰχθύς)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈxθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐χθύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιχθύς αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ιχθύς αρσενικό, συνήθως με κεφαλαίο αρχικό γράμμα)
[επεξεργασία]
- ιχθυο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ιχθυο- στο Βικιλεξικό όπως ιχθυαγορά, ιχθυοκαλλιέργεια, ιχθυόκολλα
και
- ιχθύαση
- ιχθύδιο
- ιχθύειος
- ιχθυοειδής, ιχθυοειδές
- ιχθυηρός
- Λέξεις με ιχθυ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιχθύς
→ δείτε τη λέξη ψάρι |
αστερισμός ή ζώδιο Ιχθείς
|
[επεξεργασία]
- ↑ ιχθύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ ιχθύς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ιχθύς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)