ιχνηλατήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ιχνηλατήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ιχνηλάτηση
- εναλλακτικά: ιχνηλάτησης
ιχνηλατήσεως θηλυκό