ιχνογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιχνογράφος < ιχνογραφία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιχνογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την ιχνογραφία, που ιχνογραφεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιχνογράφος
|