ιχώρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιχώρ < αρχαία ελληνική ἰχώρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιχώρ αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) το αίμα των θεών σύμφωνα με την αρχαιοελληνική μυθολογία
- (ιατρική) πύον
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ιχώρ στη Βικιπαίδεια
- αμβροσία