κάθε
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάθε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάθε < καθείς < αρχαία ελληνική καθέν, ουδέτερο του καθείς < κατά + εἷς
Αντωνυμία
[επεξεργασία]κάθε άκλιτο (αόριστη αντωνυμία)
- ένας ένας/μία μία/ένα ένα
κάθε μέρα έχει και τα δικά της προβλήματα
- όλοι/όλες/όλα μαζί
κάθε υποψήφιος καλείται να περάσει τα προφορικά
επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα κάθε φορά
- σε ίσα διαστήματα
κάθε πενήντα μέτρα έχει και μια είσοδο
κάθε Σάββατο κάνουμε επισκέψεις
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάθε
κάθε άλλο
κάθε λίγο και λιγάκι
κάθε λογής
κάθε τόσο
κάθε φορά