κάιζερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάιζερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kaiser
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάιζερ αρσενικό άκλιτο
- ο Γερμανός μονάρχης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κάιζερ στη Βικιπαίδεια