κάκτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάκτος οι κάκτοι
      γενική του κάκτου των κάκτων
    αιτιατική τον κάκτο τους κάκτους
     κλητική κάκτε κάκτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αγκάθια ενός κάκτου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάκτος < νεολατινική cactus (ίδια σημασία) < λατινική cactus < αρχαία ελληνική κάκτος (είδος αγκινάρας) (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάκτος αρσενικό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάκτος οἱ κάκτοι
      γενική τοῦ κάκτου τῶν κάκτων
      δοτική τῷ κάκτ τοῖς κάκτοις
    αιτιατική τὸν κάκτον τοὺς κάκτους
     κλητική ! κάκτε κάκτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάκτω
γεν-δοτ τοῖν  κάκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάκτος < προελληνική[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάκτος αρσενικό

  1. (φυτό) είδος αγκινάρας (Cynara Cardunculus)
  2. το εδώδιμο φύλλο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.