κάλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάλλιο, Κάλλιο, Κάλλιον

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: K
  • Ατομικός αριθμός : 19
  • Προηγούμενο = Ar
  • Επόμενο = Ca

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάλιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική kalium < αραβική القلي (προφέρεται: αλ-καλι) (φυτική στάχτη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐λι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάλιο τα κάλια
      γενική του κάλιου
καλίου
των κάλιων
καλίων
    αιτιατική το κάλιο τα κάλια
     κλητική κάλιο κάλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κάλιο ουδέτερο στον ενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]