κάλφας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάλφας οι καλφάδες
      γενική του κάλφα των καλφάδων
    αιτιατική τον κάλφα τους καλφάδες
     κλητική κάλφα καλφάδες
Κατηγορία όπως «ρήγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάλφας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάλφας < τουρκική kalfa < αραβική خليفة (halife, χαλίφης, διάδοχος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάλφας αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο βοηθός του μάστορα, ο οποίος είναι ιεραρχικά πιο πάνω από τον μαθητευόμενο (που λέγεται τσιράκι από το επίσης Τουρκικό çιrak, ή και παραγιός). Ο κάλφας αποτελεί τον διάδοχο του μάστορα, του ολοκληρωμένου τεχνίτη δηλαδή, στα πλαίσια της συντεχνίας.
    ※ Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό (Καρλ Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος/Κεφάλαιο 1: Αστοί και Προλετάριοι)
  2. (παρωχημένο) ο παραγιός, ο μαθητευόμενος
    ※ Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονώ, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. (Άντον Τσέχοφ, Ο Βάνκας)
  3. (παρωχημένο) ο μάστορας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014