κάμαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
κάμαξ αἱ
οἱ
κάμακες
      γενική τῆς
τοῦ
κάμακος τῶν καμάκων
      δοτική τῇ
τῷ
κάμακ ταῖς
τοῖς
κάμαξ(ν)
    αιτιατική τὴν
τὸν
κάμακ τὰς
τοὺς
κάμακᾰς
     κλητική ! κάμαξ κάμακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάμακε
γεν-δοτ τοῖν  καμάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάμαξ < λείπει η ετυμολογία + -αξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμαξ θηλυκό, μερικές φορές αρσενικό

  1. πάσσαλος για κλήματα
  2. κάθε μακρύ κοντάρι
  3. (ειδικότερα) ο κοντός για δόρυ

Πηγές[επεξεργασία]