κάμερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμερα | οι | κάμερες |
γενική | της | κάμερας | των | καμερών |
αιτιατική | την | κάμερα | τις | κάμερες |
κλητική | κάμερα | κάμερες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάμερα < ιταλική camera < λατινική camera (obscura) < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάμερα θηλυκό
- μηχανική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων κινηματογράφου
- ηλεκτρονική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων βίντεο, η βιντεοκάμερα
- (σπανιότερα) η φωτογραφική μηχανή
- η κάμαρα ή κάμαρη, το δωμάτιο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιντεοκάμερα
→ δείτε τη λέξη βιντεοκάμερα |
φωτογραφική μηχανή
→ δείτε τη λέξη φωτογραφική μηχανή |
κάμαρα, δωμάτιο
→ δείτε τη λέξη δωμάτιο |